πυροβολικός

πυροβολικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πυροβόλο.
2. ως ουσ., το πυροβολικό στρατιωτική μονάδα με κύριο όπλο τα πυροβόλα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πυροβολικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει η αναφέρεται στο πυροβόλο 2. το θηλ. ως ουσ. η πυροβολική στρ. η τεχνική τής ανάπτυξης, χρησιμοποίησης και συντήρησης όλων τών πολεμικών όπλων που χαρακτηρίζονται ως πυροβόλα, δηλ. ως όπλα που βάλλουν βλήματα μεγάλου… …   Dictionary of Greek

  • πυροβολική — η, Ν στρ. βλ. πυροβολικός …   Dictionary of Greek

  • πυροβολικό — το, Ν στρ. βλ. πυροβολικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”